αμμοβολή

αμμοβολή
kumlama, kum püskürterek temizleme

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αμμοβολή — η τεχνολ. μέθοδος κατεργασίας μιας επιφάνειας με άμμο, ρινίσματα χάλυβα ή κόκκους άλλου λειαντικού μέσου που εκτοξεύονται προς αυτήν με τη βοήθεια πεπιεσμένου αέρα …   Dictionary of Greek

  • δερμαπόξεση — Αφαίρεση του επιφανειακού στρώματος του δέρματος με αμμοβολή μεγάλης ταχύτητας, που γίνεται για να βελτιωθεί η εμφάνιση ουλών ή για να αφαιρεθούν τατουάζ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”